υπόρριζος

υπόρριζος
-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο τής ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύ-ρριζος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπόρριζον — ὑπόρριζος under masc/fem acc sg ὑπόρριζος under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορρίζους — ὑπόρριζος under masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορρίζων — ὑπόρριζος under masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόρριζα — ὑπόρριζος under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόρριζοι — ὑπόρριζος under masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόρριζ' — ὑπόρριζα , ὑπόρριζος under neut nom/voc/acc pl ὑπόρριζε , ὑπόρριζος under masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπόρριζο — το, Ν μαθημ. βλ. υπόρριζος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”